πληροφοριακός

πληροφοριακός
-ή, -ό, Ν [πληροφορία]
αυτός που αναφέρεται στην πληροφορία, αυτός που γίνεται για πληροφόρηση.
επίρρ...
πληροφοριακά Ν
1. για απλή πληροφόρηση ή ενημέρωση
2. από απλή περιέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”